- κρηνῶν
- κρήνηwellfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Diogenianus — was a Greek grammarian from Heraclea in Pontus (or in Caria) who flourished during the reign of Hadrian.[1] He was the author of an alphabetical lexicon, chiefly of poetical words, abridged from the great lexicon (Περὶ γλωσσῶν) of Pamphilus of… … Wikipedia
Diogenianos Grammatikos — (auch Diogenian, griechisch Διογενειανός, Διογενιανός) war ein antiker griechischer Grammatiker. Er stammte aus Herakleia am Pontus und lebte zur Zeit des römischen Kaisers Hadrian (117–138 n. Chr.). Er verfasste grammatische und… … Deutsch Wikipedia
HIMERA — I. HIMERA Siciliae Graeca urbs, Stesichori poetae patria, ad Thermas urb. et Himeram fluv. quem veteres per summum errorem putavêrunt eundem esse, et ex eodem fonte oriri cum altero Himera, nunc Salso, qui in Mer. fluit inter Gelam, et Agrigentum … Hofmann J. Lexicon universale
LEONE picto — Nili ἀνάβασιν repraesentabant Aegyptii, ut scribit Orus, Ε᾿πειδὴ ὁ ἣλιος εν λέοντι γενόμενος πλείονα την` ἀνάβασιν το Νείλου ποιεῖται, ὥςτε ἐπιμεν´οντος τȏυ ἡλίου τῷ ζωδίῳ τούτῳ τὸ δίμοιρον τȏυ νέου ὓδατος πλημμυρεῖν πολλάκις, Quoniam Sol in… … Hofmann J. Lexicon universale
κρηνουχώ — κρηνουχῶ, έω (Α) [κρηνούχος] είμαι προστάτης τών κρηνών … Dictionary of Greek
κρηνοφύλαξ — κρηνοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) 1. ο φύλακας τών κρηνών 2. (στην Αθήνα) δημόσιος επιμελητής που είχε την επιστασία τής κλεψύδρας 3. ονομασία τού ορειχάλκινου αγαλματιδίου λιονταριού που ήταν τοποθετημένο πάνω από πηγή που τροφοδοτούσε την κλεψύδρα … Dictionary of Greek
κρηνούχος — κρηνοῡχος, ον (Α) (για τον Ποσειδώνα) προστάτης τών κρηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. οῦχος (< ἔχω), πρβλ. πολι ούχος, τροπαι ούχος] … Dictionary of Greek
λιμναίος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Λ. ήταν ονομαστός ασκητής και υπήρξε μαθητής των αγίων Θαλάσσιου και Μάρωνα. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Φεβρουαρίου. * * * α, ο (Α λιμναῑος, αία, ον, ποιητ. θηλ. λιμνάς, άδος) [λίμνη] 1. αυτός που ανήκει,… … Dictionary of Greek
ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… … Dictionary of Greek
φιλοστέφανος — Γραμματικός από την Κυρήνη, μαθητής του Καλλίμαχου. Έγραψε το έργο Υπομνήματα, μυθογραφική πραγματεία από την οποία δεν σώθηκαν παρά ελάχιστα αποσπάσματα. Έγραψε επίσης επιστημονική μελέτη για τις πόλεις της Ασίας, μια άλλη για τις πόλεις της… … Dictionary of Greek